κράγγη

κράγγη
κράγγη, ἡ (Α)
βλ. κραγγών.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κραγγών — κραγγών, όνος και κράγγη, ἡ (Α) 1. είδος γαρίδας («τῶν μὲν γὰρ καρίδων αἵ τε κυφαὶ καὶ αἱ κραγγόνες καὶ τὸ μικρὸν γένος», Αριστοτ.) 2. (κατά τον Ησύχ.) κίσσα. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Πρόκειται ίσως για δάνεια λ.] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”